ἐφέννῦμι

ἐφέννῦμι
ἐφ-έννῦμι: see ἐπιέννῦμι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφέννυμι — ἐφέννυμι (Α) (άχρ. τ.) βλ. ἐπιέννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕννυμι «ενδύω»] …   Dictionary of Greek

  • εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”